- περιλύω
- ΜΑ1. χαλαρώνω κάτι ολόγυρα από κάτι άλλο2. καταργώ, τερματίζω, εξαλείφω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιλύω — περί ἰλύω cover with slime pres subj act 1st sg περί ἰλύω cover with slime pres ind act 1st sg περί λύω luo pres subj act 1st sg (epic) περί λύω luo pres ind act 1st sg (epic) περιλύ̱ω , περί λύω luo pres subj act 1st sg περιλύ̱ω , περί λύω luo… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
περίλυσις — ύσεως, η, ΜΑ [περιλύω] κατάργηση, διάλυση (α. «ἀπονηστίζεσθαι τῇ τοῡ Πάσχα περιλύσει» β. «περίλυσις γάμου») αρχ. (ως κύριο όν. στον πληθ.) Περιλύσεις τίτλος έργου τού Μουσαίου … Dictionary of Greek
συμπεριλύω — Α [περιλύω] 1. ελευθερώνω μαζί, απολύω συγχρόνως 2. ικανοποιώ, καλοπιάνω («συμπερίλυσον αὐτὸν καὶ λάβε τὸ ἀργύριον», παπ.) … Dictionary of Greek